- διθυραμβικῶν
- διθυραμβικόςdithyrambicfem gen plδιθυραμβικόςdithyrambicmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυρβασία — ἡ, Α 1. (κατά τον Πολυδ.) «τυρβασίαν δ ἐκάλουν τὸ ὄρχημα τὸ διθυραμβικόν» 2. (κατά τον Ησύχ.) «τυρβασία χορῶν ἀγωγή τις διθυραμβικῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρβάζω + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek